- παρακλίνας
- παρακλί̱νᾱς , παρακλίνωbendaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
παρακλίνω — Α 1. λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα πλάγια, πλαγιάζω («ἦκα παρακλίνας κεφαλήν», Ομ. Οδ.) 2. (αμτβ.) στρέφομαι προς τα πλάγια 3. ανοίγω θύρα, πύλη κατά το ήμισυ, μισοανοίγω 4. (σχετικά με λέξη) μεταβάλλω σε μικρό βαθμό, αλλάζω λίγο 5. αποφεύγω κάτι 6 … Dictionary of Greek